βαβίζω

βαβίζω
αμετ. обл
1) лаять, тявкать; 2) ругаться, кричать; 3) шуршать

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "βαβίζω" в других словарях:

  • βαβίζω — βαβίζω, βάβισα βλ. πίν. 33 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • βαβίζω — (Μ βαβύζω) γαβγίζω νεοελλ. 1. βρίζω, κατηγορώ 2. μουρμουρίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Από την ηχομιμητική λ. βαβ*, που μιμείται το γάβγισμα του σκύλου] …   Dictionary of Greek

  • βαβίζω — ισα, γαβγίζω: Μη βαβίζεις σαν σκυλί που το δέρνουν! …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βαβίζει — βαβίζω pres ind mp 2nd sg βαβίζω pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βάβισμα — το [βαβίζω] το γάβγισμα …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»